ακούμπισμα

ακούμπισμα
το [ακουμπίζω]
το ακούμπημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακούμπημα — ακούμπημα, το και ακούμπισμα, το, ατος 1. το πρόσωπο ή το πράγμα στο οποίο στηρίζεται κάποιος, το αποκούμπι: Έχει ακούμπισμα τα κτήματά του. 2. οι καταθέσεις που έχει κάποιος στην τράπεζα: Έχει στις τράπεζες γερά ακουμπήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακουμβίζω — ἀκουμβίζω ή ἀκκουμβίζω και ἀκουμπίζω (Μ) (Ν ακουμπίζω) 1. κατακλίνομαι, ξαπλώνω στο ακούβιτο για να γευματίσω, «κάθομαι στο τραπέζι» 2. ακουμπώ* νεοελλ. αποθέτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. προέρχεται είτε από το λατ. accumbo «κατακλίνομαι» και την κατάλ. ίζω …   Dictionary of Greek

  • ακούμπημα — και ακούμπισμα, το [ακουμπώ] 1. η στήριξη σε σταθερό σημείο 2. η ενέργεια τής στήριξης 3. το μερος όπου στηρίζεται κάτι 4. το αποκούμπι*, η υποστήριξη 5. το ενέχυρο και η ενεχυρίαση …   Dictionary of Greek

  • απίθωμα — το προσωρινή τοποθέτηση, ακούμπισμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”